κολερος

κολερος
    κολερός
    κολ-ερός
    3
    [κόλος] короткошерстый
    

(ὄϊες Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κολερος" в других словарях:

  • κόλερος — κόλερος, α, ον και κολερός, ά, όν (Α) (για πρόβατα) αυτός που έχει κοντό τρίχωμα («εἰσὶ δ εὐχειμερώτεραι αἱ πλατύκερκοι ὄϊες τῶν μακροκέρκων, καὶ αἱ κολεραὶ τῶν δασέων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + ερος (< εἶρος «μαλλί»), πρβλ. έπ ερος,… …   Dictionary of Greek

  • κόλερον — κόλερος short wooled masc acc sg κόλερος short wooled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλερα — κόλερος short wooled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλος — κόλος, ον (Α) 1. κολοβός, βραχύς, κοντός («πῆλ αὐτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του είναι κομμένα 3. φρ. «κόλος μάχη» ονομασία τού Θ τής Ιλιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • κολέραι — κολέρᾱͅ , κόλερος short wooled fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»